Πριν ένα χρόνο περίπου, το βράδυ των εκλογών, αυτό που κυριαρχούσε στην αδιάφορη και αηδιασμένη από τον 5ετή πόλεμο της δεξιάς, ελληνική κοινωνία, ήταν μία κρυφή ελπίδα ανακούφισης και ανάσας. Η αυταπάτη γρήγορα έδωσε τη θέση της στην ωμή πραγματικότητα, όταν η κυβέρνηση του Παπανδρέου έδειξε τις προθέσεις της με θύματα χιλιάδες εργαζόμενους στα προγράμματα STAGE και τους συμβασιούχους του δημοσίου.
Κανένας όμως δεν πίστευε το μέγεθος και το βάθος της επίθεσης που σχεδίαζε η νέα κυβέρνηση όταν λίγους μήνες μετά την εκλογή της και με πολιορκητικό κριό το δημόσιο χρέος έβαζε σε εφαρμογή το πιο βάρβαρο πρόγραμμα αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων και σε όφελος μιας μειοψηφίας, επιχειρηματιών, τραπεζιτών και εφοπλιστών.
Εκτελώντας χρέη εντεταλμένου του διεθνούς τραπεζικού κεφαλαίου, δε δίστασε να εκποιήσει τις ζωές και το μέλλον της εργαζόμενης κοινωνίας, δε δίστασε να υποθηκεύσει εδάφη, φυσικό πλούτο και πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, προκειμένου να εξασφαλίσει τα κέρδη και τα κεφάλαια που δήθεν μας δάνεισαν οι διεθνείς τοκογλύφοι του ΔΝΤ-Ε.Ε.-ΕΚΤ και οι εγχώριοι συνέταιροι και συνεργάτες της μισητής τρόικας.
Χωρίς ντροπή και δισταγμό η κυβέρνηση του προέδρου Cow-Boy της διεθνούς των σοσιαλφιλελεύθερων χούλιγκαν του κεφαλαίου, με τις ψήφους του κολαούζου των ισχυρών, ΛΑΟΣ και την ανοχή της Ν.Δ, μέσα σε μία νύχτα, περιέκοψε μισθούς, κατάργησε επιδόματα και θέσεις εργασίας, αύξησε τα όρια συνταξιοδότησης, μείωσε τις συντάξεις, κατήργησε τις συλλογικές συμβάσεις και αφαίρεσε κατακτήσεις του προηγούμενου αιώνα.
Η επιλογή είναι σαφής και αμείλικτη. Για να κατορθώσει η αστική τάξη να επιβιώσει και να ξεπεράσει την κρίση της, να εδραιώσει τη θέση της στον περιφερειακό καταμερισμό και να δυναμώσει στο εσωτερικό μέτωπο, θα πρέπει η πλειοψηφία της κοινωνίας να καταδικαστεί στη φτώχεια, το κράτος να ξοδεύει λιγότερα για κοινωνικές δράσεις, να μάθουμε να ζούμε χωρίς ακόμη και αυτές τις ελλιπείς παροχές υγείας, χωρίς αξιόπιστη και δωρεάν εκπαίδευση, χωρίς φτηνές και ασφαλείς συγκοινωνίες. Να δουλεύουμε περισσότερο και να ζούμε λιγότερο.
Και όλα αυτά την εποχή που οι δυνατότητες της κοινωνίας μπορούν να εξασφαλίσουν λιγότερες ώρες δουλειάς, αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, αύξηση του κοινωνικού πλούτου, διαχείριση και κατανομή του για τις ανάγκες της πλειοψηφίας.
Το «πρώτο ημίχρονο» της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση και τις επιλογές του κεφαλαίου, βρήκε ένα εργατικό κίνημα με παραλυμένα τα νεύρα και παραδομένα τα αντανακλαστικά του, σε αντιλήψεις και θεωρίες που στο κέντρο τους δεν ήταν οι ανάγκες των εργαζομένων.
Η λογική της συνυπευθυνότητας, της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας αφόπλιζε το εργατικό κίνημα από αιτήματα και μορφές πάλης που να συγκρούονται με τα συμφέροντα των εργοδοτών και τις πολιτικές των κυβερνήσεων.
Η γραφειοκρατία, ο εξαρτημένος κομματισμός και η κατάταξη ενός τμήματος της συνδικαλιστικής ηγεσίας ως μισθοφόροι του καθεστώτος και των κυβερνήσεων, εμπόδισαν και εξακολουθούν να δυσκολεύουν την έκφραση της πραγματικής θέλησης των εργαζομένων. Διαμορφώνουν κλίμα ηττοπάθειας, αφού αρνούνται στην ουσία τη δυνατότητα του εργατικού κινήματος να ανατρέψει αυτή την πολιτική, ακυρώνουν στην πράξη την προοπτική να καθορίσει με τη δράση του τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Η υπογραφή του Μνημονίου από τη ΓΣΕΕ μέσω της συμφωνίας με τον ΣΕΒ και η παραδοχή του μονόδρομου από τον πρόεδρό της ακριβώς αυτό αποδεικνύει.
Απέναντι σε αυτή τη λογική που εκφράστηκε κυρίως από την ηγεσία των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ μέσα από τη «συγκυβέρνηση» , ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ και τη συνενοχή της Αυτόνομης Παρέμβασης, δεν αντιπαρατέθηκε ένα ισχυρό κίνημα των «από κάτω», των εργατικών συνελεύσεων και των επιτροπών αγώνα.
Η πρακτική του ΠΑΜΕ, παρά τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά δεν κατόρθωσε να αποτελέσει την εναλλακτική λύση, στον πόλεμο της κυβέρνησης και του κεφαλαίου. Αγκιστρωμένο στη λογική της πίστωσης στο εκλογικό ταμείο του πολιτικού του φορέα, συντηρεί την αγωνιστικότητα όχι στην κατεύθυνση της τόνωσης της εργατικής αυτοπεποίθησης, των κατακτήσεων και της ακύρωσης πλευρών της επίθεσης. Αναπαράγει ένα διχαστικό λόγο στη βάση των εργαζομένων ταυτίζοντας τις προθέσεις και τις διαθέσεις του κόσμου της δουλειάς, με τους στόχους και τα χαρακτηριστικά της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Εγκλωβισμένο στην πρακτική της ήρεμης και ελεγχόμενης αντιπαράθεσης, δε μπόρεσε να ξεφύγει από τα αποδεκτά πρότυπα αντιστάσεων και να προτείνει μορφές και δράσεις που θα συσπειρώνουν τους εργαζόμενους απέναντι στο κράτος, την κυβέρνηση και τους μηχανισμούς της εξουσίας τους.
Στο σωματείο μας οποιαδήποτε πρόταση ή πρωτοβουλία που ήταν έξω από τον κεντρικό σχεδιασμό του ΠΑΜΕ, συναντούσε την αδιαφορία και την απαξίωση της πλειοψηφίας.
Το Δ.Σ της Ε.Ε.Λ.Π και της ΠΟΛ, δεν κατόρθωσε να σχεδιάσει αυτοτελώς με βάση τα δεδομένα και τις ιδιαιτερότητες του κλάδου τη δράση του, καθιστώντας το ρόλο και τα μέλη του (ανεξαρτήτως παράταξης) επικυρωτές σχεδίων και δράσεων που αποφασίζονταν πέρα και έξω από τις αυτοτελείς διαδικασίες του. Η επιλογή του μοντέλου που ανακυκλώνει με διαφορετικές ταμπέλες τη συσπείρωση μαζικών κομματικών κινήσεων, δεν μπορεί να είναι η μετωπική απάντηση στον πόλεμο του κεφαλαίου, όταν μάλιστα τα ταξικά όρια αυτής της συμμαχίας είναι ρευστά από την πλευρά των εργατικών συμφερόντων.
Πιστεύουμε ότι το εργατικό κίνημα μπορεί σήμερα να καταφέρει πλήγματα και να ανατρέψει το μαύρο μέτωπο που έχει διαμορφωθεί στον άξονα του Μνημονίου, των μέτρων και της φιλοσοφίας του. Με ταξική ενότητα, αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και ριζοσπαστική δράση.
Μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις ως πρωταγωνιστής και όχι ως θεατής.
Μπορεί εάν βάλει στο κέντρο της διεκδίκησης τις σύγχρονες ανάγκες της εργατικής οικογένειας.
· Εάν διεκδικήσει αυξήσεις όχι «πάνω από το όριο της φτώχειας», αλλά για να μπορεί να ζει με άνεση και αξιοπρέπεια.
· Εάν άμεσα χαράξει μία γραμμή ανυποχώρητης πάλης που θα ανατρέπει τη συμφωνία ΣΕΒ-ΓΣΕΕ.
· Εάν στα αιτήματά του πάψει να κάνει προτάσεις για την «ανάπτυξη» και την παραγωγικότητα, αλλά διεκδικήσει λιγότερες ώρες δουλειάς, περισσότερο ελεύθερο χρόνο σε πόλεις και περιβάλλον με ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης.
· Εάν ξεπεράσει τις ηγεσίες που το θέλουν ψηφοφόρο- χειροκροτητή και όχι διαμορφωτή θέσης και υποκείμενο δράσης.
· Εάν με μαζικό, αποφασιστικό και πρακτικό τρόπο αρνηθεί να πληρώσει την κρίση και το χρέος που μας φόρτωσαν.
· Εάν διεκδικήσει την έξοδο από την ΟΝΕ και το ΕΥΡΩ για να συμβάλει μαζί με τους λαούς της Ευρώπης στη διάλυση της Ε.Ε από την πλευρά των λαϊκών συμφερόντων και της εργατικής προοπτικής.
· Εάν διεκδικήσει την εθνικοποίηση των τραπεζών, και όλων των σημαντικών τομέων (υγεία ενέργεια μεταφορές κλπ.) με εργατικό έλεγχο, την απαγόρευση των απολύσεων, την κατάργηση των πολεμικών δαπανών και την αποφασιστική αύξηση του κοινωνικού τομέα της οικονομίας.
· Εάν κάνει την οργή για τα δισεκατομμύρια που χαρίζουν στους τραπεζίτες, την αγανάκτηση για τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και το χάρισμα των κλεμμένων μέσω της περαίωσης, δύναμη κρούσης με το κράτος, την κυβέρνηση και τους εργοδότες και όχι υλικό εκτόνωσης και προϊόν τηλεθέασης.
Εάν από δύναμη πίεσης και διαμαρτυρίας μετεξελιχθεί σε δύναμη σύγκρουσης και ανατροπής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου