Αλλά σε τι θα μπορούσε, εντέλει, να κωδικοποιηθεί ένα αριστερό, αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα αντιμετώπισης της κρίσης σήμερα; Προφανώς, το θέμα ξεφεύγει από τις ικανότητες οποιουδήποτε μεμονωμένου διανοουμένου ή ακτιβιστή και απαιτεί την ωρίμανση του συλλογικού διανοουμένου της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς. Θα αποτολμήσουμε, ωστόσο, να διατυπώσουμε κάποιες προσωρινές ιδέες για τους βασικούς αρμούς ενός τέτοιου προγράμματος.
1. Ρήξη με την ψευδεπίγραφη «παγκοσμιοποίηση», δηλαδή με το παγκόσμιο κοινωνικό ντάμπινγκ που επιβάλλει το πολυεθνικό κεφάλαιο, απελευθερώνοντας την κίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων, ενώ ταυτόχρονα υψώνει τείχη στην ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων. Το πρώτο ζητούμενο, χωρίς την επίτευξη του οποίου κάθε σκέψη για μια προοδευτική κοινωνική στροφή θα ήταν ουτοπική, είναι να ανακοπεί η μετανάστευση των θέσεων εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας προς τις αναδυόμενες οικονομίες της περιφέρειας και η αντίστροφη Έξοδος ξεριζωμένων ανθρώπων από τις καταστραμμένες οικονομίες της περιφέρειας προς τις μητροπόλεις.
Για το σκοπό αυτό, είναι αναγκαία η προσφυγή σε κάποιου είδους προστατευτισμό, ιδιαίτερα με την ύψωση φραγμών στις βραχυπρόθεσμες κερδοσκοπικές κινήσεις χρηματιστικών κεφαλαίων και με την προστασία στρατηγικών κλάδων της εγχώριας παραγωγής. Όπως τονίζει ο Βάλντεν Μπέλο, «αποπαγκοσμιοποίηση δεν σημαίνει απόσυρση από τη διεθνή οικονομία. Σημαίνει τον αναπροσανατολισμό των εθνικών οικονομιών από την παραγωγή για τις εξαγωγές στην παραγωγή για την εγχώρια αγορά».[1] Κάτι τέτοιο θα ευνοήσει μια πιο ισορροπημένη, κοινωνικά και περιβαλλοντικά, ανάπτυξη, αντί να ευνοεί την πάση θυσία μείωση του κόστους, ώστε τα εξαγώγιμα προϊόντα να είναι ανταγωνιστικά, π.χ. απέναντι στα κινέζικα.
Επιπλέον, η εισαγωγή επιλεκτικών μέτρων προστατευτισμού δεν σημαίνει αναδίπλωση στη λογική της εθνικής αυτάρκειας, τύπου Αλβανίας της εποχής Χότζα, όπως το θέλει η καρικατούρα αυτής της πρότασης, η τόσο προσφιλής στους νεοφιλελεύθερους. Αν ήδη στην εποχή του Λένιν ο «σοσιαλισμός σε μία χωρά» αποδείχτηκε αδύνατος, στη σημερινή εποχή της αφάνταστα μεγαλύτερης κοινωνικοποίησης της παραγωγής φαντάζει αδύνατη ακόμη και η «μεταρρύθμιση σε μία χώρα»! Η μονομερής κήρυξη καθολικού προστατευτισμού από μια χώρα (με πιθανές εξαιρέσεις μόνο τα μέγα-κράτη τύπου ΗΠΑ και Κίνας) θα εκτίνασσε σε αστρονομικά ύψη το κόστος των αναπόφευκτων, ιδίως για τις μικρότερες χώρες, εισαγωγών (π.χ. μηχανών, εξαρτημάτων, ενέργειας κ.ά.), με αποτέλεσμα είτε το σταμάτημα της βιομηχανικής παραγωγής είτε την καθήλωση της κατανάλωσης στα κατώτατα δυνατά όρια, πράγμα μη διατηρήσιμο για μεγάλο διάστημα χωρίς στροφή στον απολυταρχισμό.
Επομένως, η ρήξη με την παγκοσμιοποίηση μπορεί μεν να αρχίσει από μία χώρα, αλλά δεν θα έχει μέλλον αν δεν επεκταθεί σε μια σημαντική ομάδα χωρών, κάτι που είναι, βεβαίως, πιο εύκολο να γίνει σε περιφερειακή κλίμακα. Αν η κλίμακα του κράτους είναι πολύ μικρή για να χωρέσει τις νέες παραγωγικές δυνάμεις και η κλίμακα του κόσμου όλου πολύ μεγάλη για να υπαχθεί σε οποιονδήποτε πολιτικό έλεγχο, η κλίμακα της περιφέρειας, του συνεταιρισμού μιας κρίσιμης μάζας εθνών-κρατών είναι εκείνη που φαίνεται πιο κατάλληλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή και το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.
Όσο για τη μετανάστευση, η λογική της ποινικοποίησης της μετανάστευσης και γενικότερα των αστυνομικών μέτρων είναι όχι μόνο κοινωνικά αντιδραστική, αλλά και παντελώς ατελέσφορη, αν υποτεθεί ότι στόχος των στρατοπέδων κράτησης και των «επαναπροωθήσεων» είναι ο περιορισμός του προβλήματος. Στην πραγματικότητα, οι κυρίαρχες τάξεις γνωρίζουν ότι παρόμοια μέτρα είναι παντελώς ανίκανα να συγκρατήσουν τα εκατομμύρια και εκατοντάδες εκατομμύρια απελπισμένων ανθρώπων που δημιουργούν διαρκώς η πείνα και οι πόλεμοι. Μοναδικός στόχος τους είναι να ρίξουν το μετανάστη στην κατάσταση του κυνηγημένου ζώου, ώστε να αποδέχεται όσο γίνεται αθλιότερες συνθήκες εργασίας για όσο γίνεται χαμηλότερες αποδοχές.
Επομένως, αν κάτι μπορεί να περιορίσει σε κάποιο βαθμό και πάντως να μετασχηματίσει σε πιο ανθρώπινη μορφή τη μετανάστευση προς όφελος των συλλογικών εργατικών συμφερόντων, είναι η δίωξη όχι των «λαθρομεταναστών», αλλά των… λαθροεργοδοτών! Δηλαδή, η θέσπιση αυστηρών κυρώσεων σε βάρος εργοδοτών, μεγάλων και μικρών, που απασχολούν μετανάστες με αμοιβή κατώτερη εκείνου που προβλέπει η συλλογική σύμβαση, χωρίς ασφάλιση. Η κατοχύρωση ίσων εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων για τους ξένους εργαζόμενους θα μειώσει τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό της μισθωτής εργασίας και θα βελτιώσει ουσιωδώς την κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων. Φυσικά, η μείωση των μεταναστευτικών ροών εξαρτάται καίρια από την ακύρωση του χρέους για τις πιο φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου, τον τερματισμό των αποικιοκρατικών πολέμων και την οικονομική ανάπτυξη αυτών των χωρών.
2. Ανατροπή του Συμφώνου Σταθερότητας. Ενός Συμφώνου όχι μόνο αντιδραστικού, καθώς καταδικάζει τους λαούς σε διαρκή λιτότητα και αντιασφαλιστικά μέτρα, αλλά και ξεκάθαρα ανεδαφικού, αφού παραβιάζεται ήδη από τους πάντες (όχι βέβαια προς όφελος των λαϊκών δικαιωμάτων, αλλά των μονοπωλιακών μεγαθηρίων που βαφτίζονται «εθνικοί πρωταθλητές»), με αποτέλεσμα 20 από τις 27 χώρες της ΕΕ να τελούν υπό επιτήρηση. Είναι πλέον σαφές ότι οι δρακόντειοι όροι δημοσιονομικής πειθαρχίας που επέβαλαν οι συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ εξυπηρετούν μόνο το χρηματιστικό κεφάλαιο, ιδίως της Γερμανίας, περιορίζοντας ασφυκτικά τα όρια της βιομηχανικής και γεωργικής ανάπτυξης.
Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα θα μπορούσε να παίξει θετικό ρόλο προστασίας των εθνικών οικονομιών από κερδοσκοπικές κινήσεις των πειρατικών χρηματιστικών κεφαλαίων, αλλά και των εγχώριων προϊόντων μόνο στο πλαίσιο μιας πολιτικής μερικού ευρωπαϊκού προστατευτισμού, στο έδαφος ενός άλλου Συμφώνου Κοινωνικής Σταθερότητας και Αλληλεγγύης. Ενός συμφώνου το οποίο θα προϋπέθετε όχι μόνο προβλέψεις δημοσιονομικού χαρακτήρα (ελλείμματα, χρέη κλπ.), αλλά και σαφείς ρήτρες για μηδενισμό της ανεργίας, μείωση των ανισοτήτων και πάει λέγοντας. Θα προνοούσε, επίσης, για την εφαρμογή μιας ενιαίας, προοδευτικής φορολογικής πολιτικής, εμποδίζοντας το κοινωνικό ντάμπινγκ που ασκείται εντός ΕΕ από τις πρωτοπόρες στο νεοφιλελευθερισμό χώρες της «νέας Ευρώπης» και τη Βρετανία. Επιπλέον, θα μπορούσε να καθιερώσει ένα ευρωπαϊκό ομόλογο με εικονικό επιτόκιο, το οποίο θα προστάτευε τις αδύναμες οικονομίες σε περιόδους κρίσης, αντί να τις αφήνει στο έλεος των διεθνών τοκογλύφων. Φυσικά, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα έμπαινε κάτω από τον πολιτικό έλεγχο των εθνικών κυβερνήσεων και των φορέων των εργαζομένων.
Θα πει κανείς ότι μια παρόμοια αλλαγή σημαίνει, ούτε λίγο ούτε πολύ τη διάλυση της ΕΕ υπό τη σημερινή της μορφή. Ακριβώς! Πρέπει να διαλυθεί αυτή η ΕΕ για να φτιαχτεί μια άλλη, πάνω σε βάσεις αλληλεγγύης και δικαιοσύνης -και η οποία, τελικά, δεν μπορεί παρά να είναι μια Ένωση Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών της Ευρώπης. Μέχρι να ωριμάσουν, ωστόσο, οι συνθήκες για κάτι τέτοιο, η ανατροπή του ισχύοντος Συμφώνου Σταθερότητας θα αποτελεί ζήτημα αιχμής της λαϊκής πάλης και θα μπορούσε να τροφοδοτήσει πρωτοβουλίες κοινής δράσης της ελληνικής και της ευρωπαϊκής Αριστεράς με το αίτημα του δημοψηφίσματος.
3. Μια πραγματική κοινωνική «μεταπολίτευση», με ριζική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου υπέρ της εργασίας και σε βάρος του κεφαλαίου. Στην ιδεολογική τρομοκρατία των κυρίαρχων τάξεων «ιδού τα ελλείμματα και τα χρέη, πρέπει όλοι να κάνουμε θυσίες», το εργατικό κίνημα και η Αριστερά πρέπει να αντιτάξουν τη δική τους αλήθεια, προτάσσοντας την αύξηση της παραγωγικότητας και του πλούτου που συσσώρευσε ο εργαζόμενος άνθρωπος και που μετέτρεψε σε βουνά χρεών το κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, πρέπει να πουν: «Δεν μοιραστήκαμε χθες, όταν είχατε κέρδη, τον πλούτο που εμείς δημιουργήσαμε, δεν θα μοιραστούμε τώρα τα δικά σας χρέη και τα δικά σας ελλείμματα. Πληρώστε εσείς το λογαριασμό ή, αν δεν σας αρέσει, αφήστε μας να αναλάβουμε εμείς όλα τα χρέη μαζί με όλο τον πλούτο και με το μεγάλο ρίσκο της χειραφέτησης μας»!
Στο πλαίσιο αυτό, κεντρική θέση κατέχουν δύο διεκδικήσεις: Πρώτον, για γενική μείωση του χρόνου εργασίας, τουλάχιστον στις 35 ώρες, χωρίς μείωση των αποδοχών ή ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων (όπως έκανε η «πλουραλιστική Αριστερά» στη Γαλλία, για να αποξενωθεί πλήρως από την εργατική τάξη), και δεύτερον, για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα όλων των εργαζομένων και αυτοαπασχολούμενων, κάτι που θα μείωνε τη συντριπτική πίεση της ανεργίας και της φτώχειας. Αυτό σημαίνει ότι ο άνεργος, ο μισθωτός ή ο αυτοαπασχολούμενος που δεν συμπληρώνουν το εν λόγω εισόδημα θα εισπράττουν τη διαφορά από το δημόσιο, ώστε να εξασφαλίζουν ένα όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, με αντάλλαγμα την υποχρέωση τους να απασχοληθούν σε δημόσια προγράμματα (π.χ. περιβαλλοντικά έργα, πολιτιστικές δραστηριότητες, βελτίωση υποδομών, υπηρεσίες υγείας κλπ.) ανάλογα με την ειδικότητα και την προϋπηρεσία τους.
4. Κοινωνικοποίηση στρατηγικών κλάδων και ανάπτυξη παραγωγικών τομέων εκτός της καπιταλιστικής αγοράς. Ξεπερνώντας τον ιδεολογικό αμυντισμό που της κληροδότησε η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ απέναντι στις κατηγορίες των αντιπάλων της για «κρατισμό», η Αριστερά πρέπει να υψώσει και πάλι τη σημαία του δημόσιου αγαθού, απέναντι στη λογική της εμπορευματοποίησης των πάντων, του εποικισμού κάθε σφαίρας της κοινωνικής ζωής από το κεφάλαιο. Ακόμη και η αστική Γαλλική Επανάσταση, την ίδια στιγμή που κατοχύρωνε το «ιερό» δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας, διακήρυσσε ότι δεν μπορεί να μπαίνει πάνω από το δικαίωμα στη ζωή. Ας αφήσουμε που θα ήταν αστείο, τη στιγμή που ο Ομπάμα και ο Μπράουν κάνουν (φυσικά, με τα λεφτά των εργαζομένων) περισσότερες εθνικοποιήσεις από τον Τσάβες, η Αριστερά να μην τολμάει καν να ψελλίσει τη λέξη εθνικοποίηση.
Η τελευταία κρίση ωρίμασε στον ανώτατο δυνατό βαθμό την ανάγκη για ένα ενιαίο, δημόσιο πιστωτικό σύστημα, με την απαλλοτρίωση των ιδιωτικών τραπεζών. Ένα τέτοιο σύστημα μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο στη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, όχι μόνο στο πλαίσιο μιας μεταβατικής, αριστερής κυβέρνησης, αλλά και στο σοσιαλισμό, ο οποίος δεν θα καταργήσει, βέβαια, μονομιάς, με διατάγματα, το χρήμα, το εμπόρευμα και την πίστωση. Εκείνο που θα καταργήσει ο σοσιαλισμός, δημιουργώντας ένα δημόσιο χρηματοπιστωτικό σύστημα υπό καθεστώς εργατικού ελέγχου, είναι η τοκογλυφία, η αφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων και ο παρασιτισμός. Παράλληλα, θα καταργηθούν το τραπεζικό απόρρητο και οι φορολογικοί παράδεισοι των off-shore εταιρειών, θα μπουν αυστηροί φραγμοί στις κινήσεις κεφαλαίων μέσα κι έξω από τη χώρα και θα φορολογηθούν οι χρηματιστηριακές ανταλλαγές ώστε να αποθαρρυνθούν οι καθαρά κερδοσκοπικές κινήσεις.
Πέραν του χρηματοπιστωτικού συστήματος, θα εθνικοποιηθούν κρίσιμοι για την εθνική οικονομία και τις κοινωνικές ανάγκες κλάδοι, όπως οι μεταφορές, οι τηλεπικοινωνίες, οι φαρμακοβιομηχανίες (οι οποίες, συν τοις άλλοις, επιβαρύνουν σε μεγάλο βαθμό τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων), η ενέργεια, η παιδεία και η υγεία. Σημαντική ανάπτυξη του δημόσιου τομέα είναι ανάγκη να υπάρξει στον τομέα της ενημέρωσης – όχι μόνο στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, αλλά και στην έντυπη δημοσιογραφία, όπου η κρίση των εφημερίδων καθιστά αναγκαία για την επιβίωση σοβαρών, ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης την υπαγωγή τους σε μη κερδοσκοπικά ιδρύματα του ευρύτερου δημόσιου τομέα.[2]
Υπό κοινωνικό έλεγχο πρέπει να τεθεί και ο τομέας των τροφίμων (ακόμη κι ο Μπιλ Κλίντον αναγνωρίζει ότι τα τρόφιμα δεν μπορούν να είναι συνηθισμένα εμπορεύματα), με έμφαση στη διατροφική αυτάρκεια της χώρας και στην προστασία της δημόσιας υγείας από τις τερατώδεις στρεβλώσεις της χωρίς όρια κερδοσκοπίας, ιδιαίτερα στην εποχή των γενετικά μεταλλαγμένων προϊόντων. Τέλος, στις συνθήκες της τρίτης τεχνολογικής επανάστασης, επιβάλλεται η κατάργηση του πειρατικού καθεστώτος περί copyright που έχουν θεσπίσει οι πολυεθνικές, η εξασφάλιση από το κράτος των πνευματικών δημιουργών και όχι των αυτοκρατοριών των μίντια, και η παροχή της δυνατότητας δωρεάν πρόσβασης των πολιτών στην πληροφόρηση, τη μουσική, τον κινηματογράφο, την παγκόσμια λογοτεχνία και τα ανοιχτά λογισμικά.
Φυσικά, ένα αριστερό πρόγραμμα απάντησης στην πολυεπίπεδη κρίση θα συμπληρώνεται από θέσεις για αποδέσμευση της Ελλάδας από όλες τις ιμπεριαλιστικές δεσμεύσεις της (βάσεις, ΝΑΤΟ, Frontex κ.ά.) και για την οικοδόμηση μιας νέου τύπου δημοκρατίας των εργαζομένων, με μορφές εργατικού ελέγχου και άμεσης συμμετοχής, στον αντίποδα της αστυνομοκρατίας και του ηλεκτρονικού χαφιεδισμού. Το μεγάλο ερώτημα είναι ποιοι θα μετατρέψουν τις ριζοσπαστικές ιδέες σε υλική δύναμη, δεδομένου του σημερινού θλιβερού κατακερματισμού του αριστερού χώρου.
Δυστυχώς, αυτό που έχει επιβεβαιωθεί πολλές φορές στα είκοσι χρόνια που πέρασαν από την κατάρρευση του 1989 είναι ότι «τα λίγα σπίτια κάνουν κακό χωριό» και οι διάφορες συνιστώσες της Αριστεράς πιο εύκολα τα βρίσκουν με αστικές δυνάμεις παρά μεταξύ τους. Έχει κανείς την αίσθηση (κι αυτό δεν αφορά ένα μόνο κόμμα), ότι πολλά στελέχη της Αριστεράς νιώθουν μεγαλύτερο πάθος όχι για τον ταξικό τους αντίπαλο, αλλά για το αντίπαλο αριστερό κόμμα, και ακόμη μεγαλύτερο πάθος νιώθουν όταν πολεμούν τον αντίπαλο μέσα στο ίδιο τους το κόμμα, ή ακόμη καλύτερα μέσα στην ίδια τους την τάση! Με τόσες τάσεις και ρεύματα, η Αριστερά κατάφερε παρ’ όλα αυτά να λειτουργεί ως… βραχυκύκλωμα, χωρίς πραγματική αντίσταση στους εχθρούς της εργασίας.
Αυτή η ψύχωση της αποκλειστικής αλήθειας και της ιδιοκτησίας μέσα στο αριστερό κίνημα δεν αποπνέει, βέβαια, ούτε επανάσταση, ούτε εργατικό πολιτισμό. Το μόνο που αποπνέει είναι η νοοτροπία του μπακάλη που περισσότερο ζηλεύει παρά εχθρεύεται το σούπερ μάρκετ, η ψυχολογία μιας μικροαστικής διανόησης και μιας εργατικής γραφειοκρατίας που θέλουν να γίνουν κυρίαρχες μέσω του κράτους στην κοινωνία και όχι να την αλλάξουν. Στην «καλύτερη» των περιπτώσεων, αντανακλά την αποθάρρυνση του αγωνιστή μπροστά στις ήττες και τη στροφή στην εύκολη λύση τού να μην προσπαθούμε πια να υψωθούμε στο ύψος των αντιπάλων μας, αλλά να βρούμε μικρότερους αντιπάλους, στο δικό μας μπόι.
Ωστόσο, πρέπει να εθελοτυφλεί κανείς για να μη βλέπει την αγωνία της μεγάλης πλειονότητας των αριστερών για την υπέρβαση αυτής της παραλυτικής κατάστασης, που τόσο εύστοχα διεκτραγωδούσε ο Λαζόπουλος όταν παρομοίαζε τα κόμματα της Αριστεράς με μυρμήγκια που κομπάζουν ποιο κουβαλάει το μεγαλύτερο ψιχουλάκι στην πλάτη, αδιαφορώντας για τον ελέφαντα που έρχεται καταπάνω τους. Είναι, πιστεύουμε, ώριμη πλέον η ανάγκη, αν όχι για ένα ενιαίο αριστερό μέτωπο (πράγμα που φαίνεται ακόμη αδύνατο), τουλάχιστον για μια ελάχιστη πολιτική συνεννόηση και συντονισμό στη δράση όλων των οργανώσεων της Αριστεράς με αντισυστημική-αντικαπιταλιστική κατεύθυνση προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων και των δημοκρατικών ελευθεριών. Συνεννόηση και συντονισμό, που δεν θα καταργήσουν, φυσικά, τη μάχη για ηγεμονία μεταξύ των διαφόρων αριστερών οργανώσεων. Θα μεταφέρουν, ωστόσο, αυτή τη μάχη στο γόνιμο έδαφος μιας αναγεννημένης λαϊκής ελπίδας και κινητοποίησης, εμποδίζοντας τον εκφυλισμό της σε στείρο ηγεμονισμό, πάνω σε μια καμένη γη λεηλατημένων δικαιωμάτων.
Οι μορφές που μπορεί να πάρει μια τέτοια σύγκλιση είναι, φυσικά, ζήτημα ανοιχτό. Ενδεικτικά θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ένα Εργατικό Δίκτυο Αλληλεγγύης, με τη συμμετοχή συνδικαλιστών, οικονομολόγων, εργατολόγων και αριστερών δημοσιογράφων, που θα μπορούσε να παίξει καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη των εργατικών αγώνων, στην υπεράσπιση απολυμένων ή θυμάτων εργοδοτικής αυθαιρεσίας και στον πόλεμο της ενημέρωσης. τη δημιουργία μιας ευρείας αριστερής πολιτιστικής κίνησης (ή ομίλου), φορέα μαρξιστικής αναζήτησης χωρίς δογματισμούς και περιχαρακώσεις, αλλά και διάχυσης των καλύτερων επιτευγμάτων της επιστήμης και της τέχνης. ή ακόμη τη δημιουργία μιας συνεργατικής ιστοσελίδας, διαδικτυακής εφημερίδας και τηλεόρασης μαζί, με ιδιαίτερο στόχο την επικοινωνία με τα ριζοσπαστικά στρώματα της νεολαίας. Προφανώς, αυτό που μας λείπει, όμως, δεν είναι οι ιδέες και οι προτάσεις…
Εκτύπωση
Εκτύπωση
[1] Walden Bello, Deglobalization, σ. 112-113, εκδ. Ζed Βοοks, 2004.
[2]Bernard Poulet, Το Τέλος των Εφημερίδων, μτφρ. Γ. Αγγελόπουλος, εκδ. Πόλις, 2009.
Πέτρος Παπακωνσταντίνου, επιστροφή στο μέλλον, η κρίση του υπαρκτού καπιταλισμού και η Αριστερά, εκδόσεις Λιβάνη, σελ. 203-213.
Αντιγραφή απο το aformi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου